ἄωρα

ἄωρα
ἄωρος 1
untimely
neut nom/voc/acc pl
ἄωρος 2
fore
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • γαμέτης — Κύτταρο αναπαραγωγικό που συνήθως προορίζεται για να συγχωνευτεί με έναν άλλο γ., δημιουργώντας ένα νέο κύτταρο που ονομάζεται ζυγώτης και εξελίσσεται σε ένα νέο άτομο. Γενικά οι γ. έχουν απλοειδή αριθμό χρωμοσωμάτων, δηλαδή ο αριθμός των… …   Dictionary of Greek

  • Aóra — AÓRA, æ, Gr. Ἄωρα, ας, eine Nymphe, von welcher die Stadt Aorus in Creta den Namen hatte. Steph. Byz. in Ἄωρος …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • ανοσία — Γενικά σημαίνει την έμφυτη ή επίκτητη ιδιότητα του οργανισμού να μην παρουσιάζει διαταραχές, όταν έρχεται σε επαφή με παθογόνους παράγοντες που κανονικά έχουν βλαβερή επίδραση· ειδικότερα όμως με τον όρο α. εννοείται η κατάσταση κατά την οποία o… …   Dictionary of Greek

  • γαμετογένεση — Ο σχηματισμός των αναπαραγωγικών κυττάρων ή γαμετών. Αν οι γαμέτες είναι ωάρια, η γ. ονομάζεται ωογένεση και, αν είναι σπερματοζωάρια, σπερματογένεση. Η πορεία της γ. είναι κοινή και για τα ωάρια και για τα σπερματοζωάρια και περιλαμβάνει την… …   Dictionary of Greek

  • λευχαιμία — Νεοπλασματικό νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από τον πολλαπλασιασμό ανώμαλων λευκών αιμοσφαιρίων (λευκοκυττάρων) στον μυελό των οστών. Κατά τη μικροσκοπική εξέταση το αίμα φαίνεται να είναι πλημμυρισμένο από ώριμα και άωρα λευκά αιμοσφαίρια. Οι λ …   Dictionary of Greek

  • οροτικοξυουρία — η ιατρ. κληρονομική μεταβολική πάθηση, που χαρακτηρίζεται από αναιμία με πολλά μεγάλα άωρα ερυθρά αιμοσφαίρια, με μικρό αριθμό λευκών αιμοσφαιρίων, καθυστέρηση τής ανάπτυξης και αποβολή στα ούρα μεγάλων ποσοτήτων οροτικού οξέος, διάμεσου… …   Dictionary of Greek

  • ρόον — τὸ, Α 1. (κατά τον Διοκλ.) «ὁ ροῡς ὁ ἐκ τῶν συκαμίνων» 2. (κατά τον Ιπποκρ.) «τὰ ῥόα τὰ ἐκ τῆς συκαμίνου μόρα τὰ ἄωρα ξηρανθέντα». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. ῤοῦς «καρπός κατάλληλος για ειδική χρήση» που στον πληθ. σημαίνει τους καρπούς τής… …   Dictionary of Greek

  • αντισώματα — Ειδικές σφαιρίνες (λευκώματα του πλάσματος), που παράγονται από τον οργανισμό μετά από επίδραση αντιγονικών ουσιών. Οι σφαιρίνες αυτές ονομάζονται ανοσοσφαιρίνες και διαφέρουν από τις φυσιολογικές και συνεχώς παραγόμενες για τις ανάγκες του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”